Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

преступника - του εγκληματία

  • 1 задержание

    1. см задержка 2. (арест) η σύλληψη, η κράτηση 3. (наложение ареста на недвижимость) η κατάσχεση
    - судна - του πλοίου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задержание

  • 2 задержание

    ουδ.
    1. κράτηση, προληπτική κάθειρξη•

    задержание преступника κράτηση του εγκληματία.

    2. καθυστέρηση προσωρινή•

    задержание мочи κράτημα των ούρων.

    Большой русско-греческий словарь > задержание

  • 3 изобличение

    ουδ.
    αποκάλυψη, ξεσκέπασμα, φανέρωση•

    изобличение преступника αποκάλυψη του εγκληματία.

    Большой русско-греческий словарь > изобличение

  • 4 изоляция

    θ.
    απομόνωση•

    изоляция зарозных соль! ных απομόνωση των μολυσμένων ασθενών•

    -преступника απομόνωση του εγκληματία•

    моральная изоляция ηθική απομόνωση.

    (ηλεκτρ.) μόνωση•

    изоляция электрических проводов μόνωση ηλεκτρικών καλωδίων.

    || μονωτική ουσία.

    Большой русско-греческий словарь > изоляция

  • 5 выдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.
    1. δίνω•

    выдать деньги δίνω χρήματα•

    выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.

    || παραδίνω•

    выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.

    || παντρεύω•

    ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,

    2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.
    3. καμώνομαι, προσποιούμαι•

    выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.

    4. εξάγω, βγάζω•

    выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.

    5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).
    (με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•

    выдать себя προδίνομαι μόνος μου.

    || παρουσιάζω•

    выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.

    εκφρ.
    не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.
    1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•

    -лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•

    как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.

    εκφρ.
    выдать в кого – μοιάζω του•
    характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού.

    Большой русско-греческий словарь > выдать

  • 6 довести

    -веду, -ведшь; παρλθ. χρ. -вл, -ла, -ло; μτχ. παρλθ. доведший ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ ως, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον, φέρω ως•

    -йте меня до дому πηγαίνετε με ως το σπίτι•

    2. ανοίγω, διανοίγω, εκτείνω, φέρω•

    довести дорогу до районного центра διανοίγω δρόμο ως το επαρχιακό κέντρο.

    || φέρνω, φτάνω ως•

    довести дело до конца φέρω την υπόθεση σε πέρας.

    3. περιάγω, φέρω σε, οδηγώ, ωθώ,• довести до отчаяния φέρω ως την απελπισία•

    пьянство -ло его до преступления το μεθύσι τον οδήγησε ως το έγκλημα•

    довести вещи до крайности ωθώ τα πράγματα ως τα άκρα•

    довести кого до раскаяния κάνω κάποιον να μετανοήσει•

    довести преступника до сознания κάνω τον εγκληματία να παραδεχτεί το έγκλημα του•

    довести кого до слз κάνω κάποιον να δακρύσει•

    довести кого до бешенства κάνω κάποιον νά λυσσάξει (να εξοργιστεί)•

    довести кого до абсурда ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιον.

    4. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μεταδίνω•

    -до сведения публики γνωστοποιώ, φέρω σε γνώση του κοινού.

    5. ψέρω ως, ανεβάζω, αυξαίνω ή ελαττώνω•

    довести до минимума μειώνω στο ελάχιστο•

    довести продукциу до αυξαίνω την παραγωγή ως.

    -ись απρόσ. συμβαίνω, λαχαίνω, τυχαίνω• έρχομαι, ωθούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > довести

  • 7 осудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осужденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.
    1. καταδικάζω•

    осудить преступника καταδικάζω τον εγκληματία•

    заочно осудить καταδικάζω ερήμην.

    2. κατακρίνω, αποδοκιμάζω•

    все осудили его по-ведние όλοι κατέκριναν τη συμπεριφορά του.

    3. προκαθορίζω•

    рок их -ил на разлуку η μοίρα τους καταδίκασε σε χωρισμό.

    εκφρ.
    не -иπαλ. συγχώρησε με, συγγνώμη σου ζητώ.

    Большой русско-греческий словарь > осудить

  • 8 проследить

    -лежу, -ледишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прослеженный, βρ: -жен, -а, -о; ρ.σ.μ.
    παρακολουθώ•

    проследить преступника παρακολουθώ τον εγκληματία.

    || ερευνώ, μελετώ•

    развитие явления παρακολουθώ τη εξέλιξη του φαινομένου.

    Большой русско-греческий словарь > проследить

  • 9 судить

    сужу, судишь.
    επιρ. μτχ. судя ρ.δ.
    1. κρίνω•

    судить о знаниях учащихся κρίνω τις γνώσεις των μαθητών•

    судить по собственному опыту κρίνω από δική μου πείρα•

    судить по его словам κρίνω από τα λόγια του.

    || εκτιμώ. || κατακρίνω, επικρίνω, καταδικάζω.
    2. δικάζω•

    меня не -ли δε με δίκασαν•

    судить преступника δικάζω τον εγκληματία.

    3. (αθλτ.) είμαι διαιτητής.
    4. προκρίνω, προαποφασίζω (για μοίρα, τύχη κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    -япо... – κρίνοντας απο... судить и рядить; судить да рядить (απλ.) διανοούμαι., διαλογίζομαι, λογιάζω.
    1. καταφεύγω στο δικαστήριο.
    2. δικάζομαι.
    3. κρίνομαι. || σκέπτομαι, διανοούμαι, διαλογίζομαι, συλλογίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > судить

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»